ἀσπασίως

ἀσπασίως
ἀσπάσιος
welcome
adverbial
ἀσπάσιος
welcome
masc acc pl (doric)
ἀσπάσιος
welcome
adverbial
ἀσπάσιος
welcome
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσπασίως — Ἀσπάσιος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неподвижимо — (4*) нар. 1.Без движения, неподвижно: и на заѹтреню входѧ преже всѣ(х). сто˫аше крѣпко и неподвижимо. ЛЛ 1377, 65 об. (1074); то же ЛИ ок. 1425, 72 (1074). 2. Незыблемо, неизменно: Дълъжьн …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • τρισασπασίως — Μ επίρρ. με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ πρόθυμα («καὶ ὡς... δῶρον θεοδώρητον, τρισασπασίως ὑποδεχόμεθα», Νίκ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι* + ἀσπασίως «ευχάριστα, πρόθυμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”